αεριστήρας

αεριστήρας
ο
όργανο με το οποίο ανανεώνεται ο αέρας σε κάποιο χώρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αεριστήρας — και αεριστής, ο [αερίζω] 1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση τού αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.) 2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση τού αέρα είναι δύσκολη ή… …   Dictionary of Greek

  • αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστήριο — το αυτό, με το οποίο γίνεται είσοδος αέρα, αερισμός, ο αεριστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπνευστήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”